- παρκενσώνια
- (παρκενσώνια η ακανθωτή). Μικρό φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας των καισαλπινιδών (τάξη λεγκουμινώδη ή χεδρωπά, δικοτυλήδονα), αυτοφυές στις τροπικές περιοχές της Αμερικής. Φτάνει σε ύψος τα 4-5 μ., έχει φλοιό λείο, λεπτό, πρασινωπό και κλαδιά λεπτά, ακανθωτά, με τάση να γέρνουν προς τα κάτω· τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, δις πτερωτά, κρεμαστά, βραχύμισχα· τα φύλλα εναλλάσσονται, είναι διπλά και έχουν κοντό μίσχο. Τα άνθη του φυτού είναι κίτρινου χρώματος με ωραίο άρωμα και κρέμονται από ωραίους επάκριους ή μασχαλιαίους βότρεις, έχουν επιφυή και χνουδωτή ωοθήκη και στενό, δερματώδη και με πολλά σπέρματα καρπό (χέρσωψ επιμηκής). Η πλούσια καλοκαιρινή ανθοφορία της κάνει την π. αξιόλογο καλλωπιστικό φυτό· επειδή όμως είναι ακανθωτή, δεν συνηθίζεται τόσο στους κήπους και στα πάρκα, όσο για να σχηματίζει «ζωντανούς» φράχτες, ιδίως σε καλλιέργειες εσπεριδοειδών (Κορινθία). Αντέχει στην ξηρασία και γενικά στις δυσμενείς συνθήκες.
Το φυτό παρκεσώνια, που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στην Κορινθία για τη δημιουργία «ζωντανών» φρακτών σε καλλιέργειες εσπεριδοειδών.
Dictionary of Greek. 2013.